(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μανίνη "Θάνατος με τρικυμία" , εκδ. Καστανιώτη 1997)
Φουντώνανε οι καστανιές. τα ρούδια, οι μηλιές, οι κυδωνιές και οι ροδακινιές, ανθοβολούσαν στο βουνό. Xαμηλά στους λόφους πάνω από τη θάλασσα, τα ρείκια, τα μέλεγα, οι δάφνες, οι μυρτιές και οι τρουκιές, παίρνανε το μυαλό τ ανθρώπου καθώς το μελωμένο άρωμά τους κατέβαινε ως το κύμα και έσμιγε με την αρμύρα.
Έτσι έφτασε λοιπόν και κείνη τη χρονιά η άνοιξη, αλαζονική κι ανυποχώρητη με τη σιγουριά από τη γνώση των αέναων κύκλων της, και συνάντησε τους ανθρώπους στην έξαψη της αναμονής.
Διότι οι άνθρωποι, αντίθετα με κείνη, δε βλέπουν ότι κατέχουν τη θέση μιάς σταγόνας στο ποτάμι που έρχεται από το έρεβος και τραβάει στο πουθενά. κι έχουν μάτια μόνον για τα βάσανά τους, αγνοώντας ότι ο καιρός δε ξεχωρίζει «δικά μου και δικά σου».
Κι ακόμα δεν κατέχουν ότι για τον καιρό, ώρες, μέρες και χρόνια δεν υπάρχουν, γι αυτό κι αδυνατεί να διακρίνει το πρόσωπο τ ανθρώπου που είναι εν ζωή από το πρόσωπο του άλλου που τέλειωσε το νήμα του, καθώς κι απ του παράλλου που μέλλεται να δει το φως του ήλιου στο κάποτε.
Έτσι, κάθε που λάμπει η άνοιξη αναταράζοντας τη σκόνη των αιώνων, οι άνθρωποι μπερδεύονται χειρότερα κι αδημονούν, τυφλωμένοι με τα μάτια ολάνοιχτα.
Φουντώνανε οι καστανιές. τα ρούδια, οι μηλιές, οι κυδωνιές και οι ροδακινιές, ανθοβολούσαν στο βουνό. Xαμηλά στους λόφους πάνω από τη θάλασσα, τα ρείκια, τα μέλεγα, οι δάφνες, οι μυρτιές και οι τρουκιές, παίρνανε το μυαλό τ ανθρώπου καθώς το μελωμένο άρωμά τους κατέβαινε ως το κύμα και έσμιγε με την αρμύρα.
Τα βράδια, οι λεύτερες κι οι αρραβωνιασμένες άνοιγαν τα παράθυρα διάπλατα για να περάσει ελεύθερα τ αγέρι που έφτανε ως το κρεβάτι τους κατρακυλώντας από τις χιονισμένες κορυφές.
Σήκωναν τότε αργά τα χέρια και παρακολουθούσαν με το θολό τους βλέμμα τις στάλες τού ιδρώτα ν αστράφτουνε κατηφορίζοντας στα λεία μπράτσα τους.
Άνοιγαν ύστερα όπως σε ικεσία τις παλάμες τους κι έσπρωχναν τις πνοές τ ανέμου πάνω στο κορμί τους για να το αγκαλιάσει η δροσιά. Εις μάτην όμως, γιατί άλλες αγκαλιές, -και πυρωμένες μάλιστα-, ήταν εκείνες που θα έσβυναν την κάψα τους.
Κι όταν χαυνώνονταν απ την τυράννια, ακολουθούσανε τα βήματά τους και γέρναν στο πρεβάζι απέναντι στον πορφυρό δίσκο της σελήνης που σηκωνόταν στον ορίζοντα. Αργότερα, το χρυσαφένιο μονοπάτι τού σεληνόφωτος γεφύρωνε το πέλαγο με το παράθυρό τους.
Κι αυτές, υπνωτισμένες το ακολουθούσανε με μάτια ορθάνοιχτα, κι έτσι ταξίδευαν σε τόπους γνώριμους από τα όνειρά τους.
Φτάνοντας τα μεσάνυχτα, οι φεγγαροαχτίνες έσπαζαν και σκόρπιζαν στο πέλαγο και γλυκές μελωδίες γλιστρώντας από τα ουράνια πολιορκούσαν το κορμί τους από παντού. Και όταν εισχωρούσαν στην καρδιά τους, τα μάτια άφηναν ελεύθερα τα δάκρυα. Γιατί ήταν αβάσταχτη η νοσταλγία για τον χαμένο παράδεισο που ποτέ δεν είχαν ζήσει και που μιά μνήμη φάντασμα -άγνωστο πώς-, επέμενε να συντηρεί ακέραιη την αίσθησή του στο μεδούλι τής σάρκας τους. Και καθώς βυθίζονταν στη γλυκιά θλίψη, τις ξέφευγε πως μόνον για χαρά ήταν πλασμένες.
Φτάνοντας τα μεσάνυχτα, οι φεγγαροαχτίνες έσπαζαν και σκόρπιζαν στο πέλαγο και γλυκές μελωδίες γλιστρώντας από τα ουράνια πολιορκούσαν το κορμί τους από παντού. Και όταν εισχωρούσαν στην καρδιά τους, τα μάτια άφηναν ελεύθερα τα δάκρυα. Γιατί ήταν αβάσταχτη η νοσταλγία για τον χαμένο παράδεισο που ποτέ δεν είχαν ζήσει και που μιά μνήμη φάντασμα -άγνωστο πώς-, επέμενε να συντηρεί ακέραιη την αίσθησή του στο μεδούλι τής σάρκας τους. Και καθώς βυθίζονταν στη γλυκιά θλίψη, τις ξέφευγε πως μόνον για χαρά ήταν πλασμένες.
Διότι αγνοούσαν ότι αυτές οι ίδιες, ως θέαινες είχανε χτίσει αυτόν τον παράδεισο στους λαβυρίνθους του μυαλού τους.
Καμιά φορά οι μάνες τους τις έπιαναν να αιωρούνται ανάμεσα σε γη και ουρανό, αποκομμένες απ τον χόινο κόσμο μέσ το ονειροπόλημά τους, κι η γκρίνια ήταν πάντα η ίδια, αυτού του πλανήτη γκρίνια,
«πάλι τον λεγάμενο έχεις στο νου σου; Δεν είναι για σένα, νοικοκύρη θέλεις και θα στον βρούμε εμείς».
Κοκκίνιζαν τότε εκείνες, αλλά δεν έβγαζαν μιλιά. Και τι να απαντούσαν άλλωστε; Αφού τις νύχτες τής άνοιξης δεν λάτρευαν τον αγαπητικό τους, -αλλού θυσίαζαν, ενώ αυτόν τον συντηρούσαν στην καρδιά τους μόνον ως αφορμή.
Καμιά φορά οι μάνες τους τις έπιαναν να αιωρούνται ανάμεσα σε γη και ουρανό, αποκομμένες απ τον χόινο κόσμο μέσ το ονειροπόλημά τους, κι η γκρίνια ήταν πάντα η ίδια, αυτού του πλανήτη γκρίνια,
«πάλι τον λεγάμενο έχεις στο νου σου; Δεν είναι για σένα, νοικοκύρη θέλεις και θα στον βρούμε εμείς».
Κοκκίνιζαν τότε εκείνες, αλλά δεν έβγαζαν μιλιά. Και τι να απαντούσαν άλλωστε; Αφού τις νύχτες τής άνοιξης δεν λάτρευαν τον αγαπητικό τους, -αλλού θυσίαζαν, ενώ αυτόν τον συντηρούσαν στην καρδιά τους μόνον ως αφορμή.
Ο νους κι ο λογισμός τους βρισκόταν στον άλλον, σ εκείνον που τα μάτια του ήταν τα μάτια τους, τα χέρια του τα χέρια τους, σ αυτόν που μήτε είδαν μηδέ και θ αντίκρυζαν ποτέ, προς δόξαν των διελασάντων και των επερχομένων αιώνων που έχουν αναλάβει να πλέκουν τ όνειρο με τη ζωή. γιατί καλά γνωρίζουν, πως έτσι μόνον προχωρά του γένους των ανθρώπων το μέλλον.
Έτσι έφτασε λοιπόν και κείνη τη χρονιά η άνοιξη, αλαζονική κι ανυποχώρητη με τη σιγουριά από τη γνώση των αέναων κύκλων της, και συνάντησε τους ανθρώπους στην έξαψη της αναμονής.
Διότι οι άνθρωποι, αντίθετα με κείνη, δε βλέπουν ότι κατέχουν τη θέση μιάς σταγόνας στο ποτάμι που έρχεται από το έρεβος και τραβάει στο πουθενά. κι έχουν μάτια μόνον για τα βάσανά τους, αγνοώντας ότι ο καιρός δε ξεχωρίζει «δικά μου και δικά σου».
Κι ακόμα δεν κατέχουν ότι για τον καιρό, ώρες, μέρες και χρόνια δεν υπάρχουν, γι αυτό κι αδυνατεί να διακρίνει το πρόσωπο τ ανθρώπου που είναι εν ζωή από το πρόσωπο του άλλου που τέλειωσε το νήμα του, καθώς κι απ του παράλλου που μέλλεται να δει το φως του ήλιου στο κάποτε.
Έτσι, κάθε που λάμπει η άνοιξη αναταράζοντας τη σκόνη των αιώνων, οι άνθρωποι μπερδεύονται χειρότερα κι αδημονούν, τυφλωμένοι με τα μάτια ολάνοιχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου