Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Τα ανθρώπινα. Ένα απόσπασμα από τα γραπτά του Βυζαντινού ιστορικού Προκόπιου

Μετάφραση: Δ. Μανίνης 
 


<< ... τον παλιό καιρό, στην Περσία, υπήρχε ένα περιώνυμο κάστρο, γνωστό, ως και "της λησμονιάς" . Εκεί, ζούσαν αυστηρά έγκλειστοι, όσοι είχαν διαπράξει αδίκημα κατά του πολιτεύματος, δηλαδή, είχαν στραφεί κατά του βασιλιά.
Το όνομα του εγκλείστου, έπρεπε να λησμονηθεί δια παντός, γι αυτό, κι αν κάποιος το έπαιρνε στο στόμα του, τον συνελάμβαναν και τον εκτελούσαν παρευθύς, χωρίς δίκη.

Τώρα, συνέβηκε να εμφανισθεί στα βόρεια της επικράτειας ένας στρατός επιδρομέων, που απειλούσε την Περσία. Αμέσως, ο βασιλιάς μπήκε επί κεφαλής των δυνάμεών του και κινήθηκε κατά των εχθρών.
Η σύγκρουση που ακολούθησε υπήρξε σφροδρή και κατά το δειλινό, έγινε φανερό ότι οι Πέρσες κινδύνευαν με συντριβή. 
Στην πλέον κρίσιμη στιγμή της μάχης, κι ενώ ο στρατός των επιδρομένων είχε πια κυκλώσει πια τους Πέρσες, ένας απλός στρατιώτης, με ακαταμάχητη ορμή ξεχύθηκε μπροστά, εμφύσησε κουράγιο στους απελπισμένους συμπολεμιστές του, τους συμπαρέσυρε σε μια γενναία αντεπίθεση, κι έτσι, κατανίκησαν τους εχθρούς.

Όταν κάποτε σίγασε η μάχη, ο βασιλιάς, ζήτησε να φέρουν μπροστά του τον ήρωα στρατιώτη. Κι έτσι έγινε. Κι ο βασιλιάς, αφού τον συγχάρηκε, είπε, "επειδή έσωσες τον βασιλιά σου και την Περσία, ζήτα οτιδήποτε θέλεις και θα γίνει"
"Βασιλιά μου, ήμουν στην υπηρεσία ενός άρχοντα, κι εκείνο που ζητώ, είναι μόνον να βρεθώ και πάλι κοντά του έστω για τρεις μέρες, για να τον φροντίσω"
"Θα γίνει το θέλημά σου", απάντησε ο βασιλιάς, "και ποιός είναι αυτός ο άρχοντάς σου; "
Τότε, ο στρατιώτης ανέφερε το όνομα ενός αντιπάλου του βασιλιά που ήταν κλεισμένος στο "κάστρο της λησμονιάς"

Χειρότερα δεν μπορούσαν να έρθουν τα πράγματα για τον βασιλιά ! Αλλά τί να κάνει ; Οι βασιλιάδες τότε, ποτέ δεν παρέβαιναν τον λόγο τους! Κι έτσι, αντί να αποκεφαλίσει επί τόπου τον στρατιώτη, τον έστειλε με τιμητική συνοδεία να συναντήσει τον άρχοντά του.
Τρείς μέρες και δυό νύχτες, ο στρατιώτης έζησε δίπλα στον άρχοντά του. Το έλουσε, τον τάισε, και με κάθε τρόπο τον περιποιήθηκε.

Κι έτσι, έφτασε η τρίτη και τελευταία νύχτα. Για τον αποχωρισμό, οργανώθηκε ένα γλέντι στο οποίο έλαβε μέρος όλη η φρουρά του κάστρου καθώς και η συνοδεία του στρατιώτη. Ως το ξημέρωμα, έτρωγαν, έπιναν , τραγουδούσαν και συνομιλούσαν. Κι όταν ακούστηκαν τα πρώτα φτερωτά να διαλλαλούν γλυκά τον ερχομό του φωτός , ο άρχοντας ζήτησε να γίνει ησυχία, σηκώθηκε όρθιος, ήπιε στην υγεία όλων και είπε, ενώ τον άκουγαν σιωπηλοί με σεβασμό.

"Φίλοι μου, σας ευχαριστώ που με τιμάτε απόψε λες και είμαστε παλιοί σύντροφοι. Ευχαριστώ τους φρουρούς του κάστρου που φρόντισαν τόσα χρόνια να μην μου λείψει οτιδήποτε. Αχάριστος θα ήμουν αν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο. Τίποτε δεν στερήθηκα, από τροφή και ποτό, ύπνο και περιπάτους. Αλλά εκείνο που δεν θα έχω πλέον από δω και πέρα, μετά από αυτήν την βραδιά, αυτό δηλαδή που είναι το πολυτιμότερο, το ακριβότερο στη ζωή, η ίδια η ζωή, είναι η ανθρώπινη συντροφιά”

Και πριν προλάβει να αντιδράσει οποιοσδήποτε, τράβηξε ένα μαχαίρι που είχε κρύψει κάτω απ τον χιτώνα του, και το κάρφωσε στην καρδιά του >>


                                                        (Καταδηλωτικό της θέσεώς μου για τα ανθρώπινα .....
                                                                                                                                    Δ.Μ)