(36 διδακτικές ώρες), με μία συνάντηση κάθε Κυριακή 20.00 μμ Έναρξη: Κυριακή 15 Νοεμβρίου
Κόστος 350 Ε ( με δυνατότητα καταβολής σε δύο τμήματα: 200+150)
......για όσους επιθυμούν να κατανοήσουν την Μεταμοντέρνα τέχνη,
(και ενδεχομένως να δημιουργήσουν έργα οι ίδιοι)......
Θα παρουσιασθούν τα θέματα: Προλογικά:
1. Μύθος ο Εσώτερος 2. Λόγος ο Εσώτερος 3. Έκσταση, μελαγχολία και δημιουργία 5 Ενόρμηση και έμπνευση 6. Νευροφυσιολογία της οράσεως 7. Κατοπτρικοί νευρώνες και το εκτεταμένο νευρικό σύστημα 8. Οι γλώσσες langue και parole 9. Fractals 10. Ευρωπαϊκός δυισμός 11. Εντροπία και Xρόνος στην Τέχνη
Κυρίως μέρος
1. Συνοπτική θεώρηση: Από τις βραχογραφίες, στο Mοντέρνο 2. Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντέρνο 3. Η ανάγκη για μια σύγχρονη εικαστική γλώσσα 4.Τρόποι έκφρασης, από τον Μαρσελ Ντυσάν, ως το ready made, και τέλος στην bad art 5. Μεταμοντέρνο και κοινωνιολογία 6.Μεταμοντέρνο και ψυχολογία 7. Ευρωπαϊκός Δυισμός και Μεταμοντέρνο 8. Κβαντική Φυσική και Μεταμοντέρνο 9. Δημιουργία πειραματικών Μεταμοντέρνων έργων 10.Μεταμοντέρνο και οικονομία 11. Κοινωνική λειτουργία του Μεταμοντέρνου
Για κάθε περίοδο, θα υπάρξει ευσύνοπτη αναφορά-συσχετισμός με την ιστορική, την οικονομική και την επιστημονική πραγματικότητα
Πληροφορίες, δηλώσεις συμμετοχής (το ΑΡΓΟΤΕΡΟ έως την 31η Οκτωβρίου) στο e-mail : maninisdimitris@gmail.com, και στο FB Inbox
Στις 25 Νοεμβρίου είχε ορισθεί η νέα ημερομηνία των εγκαινίων της ατομικής μου έκθεσης.......
Μετά από συνεννόηση με τους αρμόδιους του Ιδρύματος ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ, την ΜΕΤΑΘΕΣΑΜΕ για την6η ΜΑΙΟΥ 2021 Ε, που θα πάει, κάποτε θα μας δώσει άδεια για την πραγματοποίησή της ο κύριος Covid 19 ...... ΕΠΙΣΗΣ, την ομαδική έκθεση που οργάνωνα για 10 πρώην σπουδαστές μου και τα νυν ζωγράφους υψηλού ήθους, μετέθεσα για την άνοιξη του 2021........
<< ... τον παλιό καιρό, στην Περσία, υπήρχε ένα περιώνυμο κάστρο, γνωστό, ως και "της λησμονιάς" . Εκεί, ζούσαν αυστηρά έγκλειστοι, όσοι είχαν διαπράξει αδίκημα κατά του πολιτεύματος, δηλαδή, είχαν στραφεί κατά του βασιλιά. Το όνομα του εγκλείστου, έπρεπε να λησμονηθεί δια παντός, γι αυτό, κι αν κάποιος το έπαιρνε στο στόμα του, τον συνελάμβαναν και τον εκτελούσαν παρευθύς, χωρίς δίκη.
Τώρα, συνέβηκε να εμφανισθεί στα βόρεια της επικράτειας ένας στρατός επιδρομέων, που απειλούσε την Περσία. Αμέσως, ο βασιλιάς μπήκε επί κεφαλής των δυνάμεών του και κινήθηκε κατά των εχθρών. Η σύγκρουση που ακολούθησε υπήρξε σφροδρή και κατά το δειλινό, έγινε φανερό ότι οι Πέρσες κινδύνευαν με συντριβή.
Στην πλέον κρίσιμη στιγμή της μάχης, κι ενώ ο στρατός των επιδρομένων είχε πια κυκλώσει πια τους Πέρσες, ένας απλός στρατιώτης, με ακαταμάχητη ορμή ξεχύθηκε μπροστά, εμφύσησε κουράγιο στους απελπισμένους συμπολεμιστές του, τους συμπαρέσυρε σε μια γενναία αντεπίθεση, κι έτσι, κατανίκησαν τους εχθρούς.
Όταν κάποτε σίγασε η μάχη, ο βασιλιάς, ζήτησε να φέρουν μπροστά του τον ήρωα στρατιώτη. Κι έτσι έγινε. Κι ο βασιλιάς, αφού τον συγχάρηκε, είπε, "επειδή έσωσες τον βασιλιά σου και την Περσία, ζήτα οτιδήποτε θέλεις και θα γίνει" "Βασιλιά μου, ήμουν στην υπηρεσία ενός άρχοντα, κι εκείνο που ζητώ, είναι μόνον να βρεθώ και πάλι κοντά του έστω για τρεις μέρες, για να τον φροντίσω" "Θα γίνει το θέλημά σου", απάντησε ο βασιλιάς, "και ποιός είναι αυτός ο άρχοντάς σου; " Τότε, ο στρατιώτης ανέφερε το όνομα ενός αντιπάλου του βασιλιά που ήταν κλεισμένος στο "κάστρο της λησμονιάς"
Χειρότερα δεν μπορούσαν να έρθουν τα πράγματα για τον βασιλιά ! Αλλά τί να κάνει ; Οι βασιλιάδες τότε, ποτέ δεν παρέβαιναν τον λόγο τους! Κι έτσι, αντί να αποκεφαλίσει επί τόπου τον στρατιώτη, τον έστειλε με τιμητική συνοδεία να συναντήσει τον άρχοντά του. Τρείς μέρες και δυό νύχτες, ο στρατιώτης έζησε δίπλα στον άρχοντά του. Το έλουσε, τον τάισε, και με κάθε τρόπο τον περιποιήθηκε.
Κι έτσι, έφτασε η τρίτη και τελευταία νύχτα. Για τον αποχωρισμό, οργανώθηκε ένα γλέντι στο οποίο έλαβε μέρος όλη η φρουρά του κάστρου καθώς και η συνοδεία του στρατιώτη. Ως το ξημέρωμα, έτρωγαν, έπιναν , τραγουδούσαν και συνομιλούσαν. Κι όταν ακούστηκαν τα πρώτα φτερωτά να διαλλαλούν γλυκά τον ερχομό του φωτός , ο άρχοντας ζήτησε να γίνει ησυχία, σηκώθηκε όρθιος, ήπιε στην υγεία όλων και είπε, ενώ τον άκουγαν σιωπηλοί με σεβασμό.
"Φίλοι μου, σας ευχαριστώ που με τιμάτε απόψε λες και είμαστε παλιοί σύντροφοι. Ευχαριστώ τους φρουρούς του κάστρου που φρόντισαν τόσα χρόνια να μην μου λείψει οτιδήποτε. Αχάριστος θα ήμουν αν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο. Τίποτε δεν στερήθηκα, από τροφή και ποτό, ύπνο και περιπάτους. Αλλά εκείνο που δεν θα έχω πλέον από δω και πέρα, μετά από αυτήν την βραδιά, αυτό δηλαδή που είναι το πολυτιμότερο, το ακριβότερο στη ζωή, η ίδια η ζωή, είναι η ανθρώπινη συντροφιά”
Και πριν προλάβει να αντιδράσει οποιοσδήποτε, τράβηξε ένα μαχαίρι που είχε κρύψει κάτω απ τον χιτώνα του, και το κάρφωσε στην καρδιά του >>
(Καταδηλωτικό της θέσεώς μου για τα ανθρώπινα .....
O πίνακας 60x80, βινύλ σε νοβοπάν, 1973 από την σειρά "οι Κλόουν"
Καθώς ο ήλιος έγερνε προς τον ορίζοντα του πελάγου, μια βάρκα φάνηκε στον κάβο του όρμου βάζοντας πορεία για τον Γιαλό.
Κι όταν κοντοζύγωσε, οι θαμώνες της ταβέρνας, διέκριναν στην πλώρη την ακίνητη γυναίκα που στερέωνε το στεντόρειο κορμί της στο ταμπούκιο με το δεξί πόδι. Στην πρύμνη, ένας μισόγυμνος γεροδεμένος άντρας, όρθιος κι αυτός, ενώ στα κουπιά που ανάδευαν το κόκκινο ρευστό της θάλασσας στέλνοντας ολόγυρα πορτοκαλιές λάμψεις, αγκομαχούσε ένας καμπούρης νάνος. Με το που η καρίνα του σκάφους σύρθηκε στην αμμουδιά, οι θαμώνες πετάχτηκαν όρθιοι, η γυναίκα με μια δρασκελιά βρέθηκε στη στεριά, ο άντρας σήκωσε τα χέρια ψηλά μ ένα ουρλιαχτό, ενώ ο νάνος τράβηξε τα κουπιά απ τη θάλασσα.
Στην ταβέρνα, σύρριζα στην αμμουδιά, οι θαμώνες που έπιναν το τσίπουρο δαγκώνοντας εναλλάξ μια ελιά κι ύστερα ένα κρεμμύδι για μεζέ –για τυρί ή χταπόδι ούτε λόγος, Μεγάλη Εβδομάδα βλέπεις- , έκπληκτοι, σώπαιναν. Η γυναίκα πήρε να πλησιάζει με αργά, σταθερά βήματα, ενώ, κάθε τόσο σταματούσε για να φέρει μια βόλτα επί τόπου, που ανέμιζε τον χιτώνα, αποκαλύπτοντας την γύμνια της.
Κι όπως τα βλέμματα παγιδεύτηκαν στους θρύλους της σάρκας που οι αιώνες καλά κατέχουν και με φροντίδα ενσταλάζουν σε κάθε γενιά, δεν πρόσεξαν ότι ο μισόγυμνος άντρας την ακολουθούσε συσφίγγοντας τα μπράτσα του για να επιδείξει τα ποντίκια του, μήτε τις χοντρές καδένες που έζωναν τον λαιμό του, ενώ ο νάνος πίσω του, αγκομαχώντας και στραβοπατώντας, έσερνε μια μακρόστενη κασέλα με ροδάκια.
Όσοι άντρες βγαίνοντας από την νάρκη θυμήθηκαν πως ήταν Μεγάλη Πέμπτη κι ότι από ώρα σε ώρα θα σταυρωνόταν ο Θεάνθρωπος, τράβηξαν τα βλέμματά τους απ την εύχυμη σάρκα της γυναίκας, αλλά αμέσως μετά, σαν υπνωτισμένοι, μαζί με τους υπόλοιπους, στήθηκαν σε κύκλο γύρω απ τους παράξενους ξένους.
Τότε, ο μισόγυμνος άντρας, βροντώντας τις καδένες με τινάγματα της κεφαλής του, μουγκρητά βγάζοντας, έναν έναν τους πλησίασε απωθώντας τους, για ν ανοίξει ο κύκλος. Μόνον στη μεριά της θάλασσας άφησε ένα κενό, κι όταν έμεινε ευχαριστημένος από την τακτοποίηση, έδειξε κατά τον ήλιο που συνέχιζε την πορφυρή του πορεία. Παρευθύς, ο καμπούρης τέντωσε το βραχύ του σώμα, και πήρε να διαλαλεί με τσιριχτή φωνή τα προσόντα και τις περιπέτειες του ζευγαριού.
Κι έτσι, οι ντόπιοι, λαχανιασμένοι πια από τους πόθους, που η γυναίκα δεν σταμάτησε να συνδαυλίζει ανασηκώνοντας σε κάθε φράση του καμπούρη τον χιτώνα που έκλεινε μόνον με μια χρυσή πόρπη στον λαιμό, άκουσαν για τα απίστευτα κατορθώματα του άντρα στην Αμερική, όπου εκατό κροκόδειλους είχε σκίσει στα δυό σε μια μέρα, αδράχνοντάς τους απ τα σαγόνια, για τους ελέφαντες που γονάτισε στην Αφρική με γυμνά χέρια, ενώ συνάμα πάλευε με δέκα αραπάδες, απ αυτούς που τη νύχτα μπορείς να διακρίνεις μόνον από τα δόντια τους εφ όσον χαμογελάσουν, και τέλος, για τις δάφνες που κέρδισε στην Κορέα.
Εκεί, στην φονικότερη μάχη, όταν τελειώσανε οι σφαίρες του, με τον υποκόπανο σκότωσε ίσαμε πεντακόσιους κιτρινιάρηδες, εαμοβούλγαρους κομουνιστές, και προς απόδειξη, τράβηξε απ την κασέλα ένα ολόχρυσο παράσημο με το οποίο οι Αμερικάνοι είχαν τιμήσει τον ήρωα.
Κι όπως μετά ο νάνος πήρε στο στόμα του την γυναίκα, αποσβολωμένοι οι θεατές, άκουσαν, ότι στην Αφρική την είχε βρει ο άντρας, να ζει με τους γορίλες στα αδιαπέραστα δάση, και πως χρειάστηκε να παλέψει με εκατό απ τα θηρία για να την αποσπάσει απ την αγέλη τους, αφού, βασίλισσα την είχανε, σε θρόνο ανεβασμένη στο πιο ψηλό δέντρο, που τον κορμό του έζωναν βόες, πάμπα και κροταλίες όσο εκείνοι έλειπαν για να την προστατεύουν, ενώ, την έθρεφαν με μέλι και με νέκταρ.
Κι άμα απόσωσε ιδρωμένος απ την προσπάθεια, οι ντόπιοι αντιλήφθηκαν ότι δίπλα τους είχαν στηθεί οι γυναίκες τους, που έκρυβαν από ντροπή το πρόσωπό τους γι αυτά τα ανίερα που έβλεπαν και άκουγαν χρονιάρα μέρα, ενώ, τα κουτσούβελά τους, άλλα στην αγκαλιά κι άλλα σερνάμενα στην άμμο, βαστηγμένα απ τα φουστάνια των μανάδων τους, έγλυφαν την μύξα που είχε πια κατέβει ως το σαγόνι.
Ο άντρας, αφού έφερε μια γύρα κροταλίζοντας τις αλυσίδες απειλητικά κάτω απ τα σαγόνια των ντόπιων, ζήτησε από δυό γεροδεμένους νέους να τον δέσουν σφιχτά, διπλά και τρίδιπλα, κι ύστερα, ακούστηκε η φωνή του καμπούρη που απαίτησε να γίνει ησυχία.
Για ώρα, ο μόνος ήχος, ήταν το βογκητό της ανάσας του άντρα, που φουσκώνοντας τους μύωνές του, προσπαθούσε να σπάσει τα δεσμά, ενώ, η γυναίκα, ανέμιζε ανάλαφρα τον χιτώνα της πίσω του, στον ρυθμό της αναπνοής του, ώσπου ακούστηκε μία κλαγγή κι ύστερα δεύτερη και τρίτη, από τους κρίκους της αλυσίδας που έσπαζαν, και τέλος, η θριαμβευτική κραυγή του άντρα που τέντωσε ψηλά τα χέρια, ενώ τα κομμάτια της αλυσίδας κείτονταν πια στα πόδια του.
Μήτε να ανασάνουν βαθιά για να χαλαρώσουν δεν βρήκαν κουράγιο οι ντόπιοι και μόνον όταν η γυναίκα με χειρονομίες και ενθαρρυντικά χαμόγελα πήρε να τους προτρέπει, άρχισαν να χειροκροτούν δειλά, αλλά, την ίδια στιγμή, ακούστηκε η πρώτη καμπάνα που καλούσε στην ακολουθία των Αχράντων Παθών. Άντρες και γυναίκες άκουσαν το κάλεσμα, μα σαν ναρκωμένοι παρέμεναν στη θέση τους παρατηρώντας τον νάνο που άνοιξε διάπλατα την κασέλα και τον άντρα που έσκυψε πάνω της και τράβηξε μια μικρή λουμπάρδα. Λιγότερο από εκατό οκάδες δεν θα ζύγιζε, μα αυτός, με μια κίνηση την έφερε στην αγκαλιά του, στήριξε το πίσω μέρος στο στομάχι του και έστρεψε την μπούκα της στην θάλασσα, κατά πάνω στον ήλιο.
Ο νάνος, πήρε να αδειάζει μπαρούτι στο στόμιο της λουμπάρδας, η γυναίκα, με αργές επαναλαμβανόμενες κινήσεις των χεριών της, χάιδευε το φονικό όπλο από μπροστά ως πίσω χαμογελώντας με υπονοούμενα, για να ταιριάξει τέλος το φυτίλι στην υποδοχή της λουμπάρδας, στο πίσω μέρος. Ο νάνος, έβγαλε απ την κασέλα μια τεράστια κάτασπρη κροκάλα που πάνω της είχε στεριωμένο ένα καμάκι,την γλίστρησε στην κοιλιά του όπλου κι ύστερα απαίτησε και πάλι ησυχία –από συνήθεια μάλλον, διότι το μόνο που ακουγότανε ήταν ο ήχος της καμπάνας που συνέχιζε να καλεί. Μετά, άναψε ένα σπίρτο και έβανε φωτιά στο φυτίλι.
Η έκρηξη τράνταξε την ακτή, έσπασε τα τζάμια της ταβέρνας, σήκωσε ψηλά τους γλάρους και τα κωλοβούτια που καράβιζαν ήρεμα στην θάλασσα, και βούβανε την καμπάνα. Κάποιοι χριστιανοί σταυροκοπήθηκαν ψελλίζοντας «σώσον Κύριε» , καθώς είδαν την τεράστια κροκάλα με το καμάκι στερεωμένο πάνω της να γράφει μια μεγαλοπρεπή καμπύλη στον ουρανό, κι ύστερα να καρφώνεται στον δίσκο του ήλιου. Αλήθεια ή παραίσθηση, ότι κι αν ήτανε, όλοι πια σταυροκοπιούνταν κοντολαχανιάζοντας, ώσπου οι κραυγές και οι κατάρες του παπά και του διακόνου, που αφού ματαίως περίμεναν τους πιστούς στην εκκλησία, είχαν πάρει σβάρνα τον γιαλό για να λύσουν το μυστήριο, τους συνέφεραν. Κι όπως ζύγωσε ο παπάς, άρπαξε έναν κάβο από μια βάρκα και άρχισε να χτυπάει με λύσσα το πλήθος χωρίς να σταματήσει τις κατάρες για τον διάολο που είχε τρυπώσει μέσα τους, για την κόλαση που τους περίμενε και για τον αφορισμό που θα διάβαζε για όσους δεν θα έσπευδαν αμέσως στον ναό.
Λίγο μετά, το πλήθος είχε διαλυθεί, τα ψαροπούλια είχαν ξαναγυρίσει στην θάλασσα, η καμπάνα πήρε πάλι να χτυπάει πένθιμα και οι τρεις ξένοι καθισμένοι στην λουμπάρδα έκρυβαν τα κεφάλια τους ανάμεσα στις παλάμες τους. Διότι, ο νάνος είχε απομείνει με τον τσίγκινο δίσκο στο χέρι, καθώς ετοιμαζόταν να ζητήσει τον οβολό των θεατών τη στιγμή που έφτασε ο παπάς, ενώ, ο ταβερνιάρης παραπέρα, τραβούσε τα μαλλιά του για τα σπασμένα τζάμια, μουρμουρίζοντας απειλές κατά των ξένων.
Κι όταν σε λίγο πλησίασε την λουμπάρδα για ν απαιτήσει αποζημίωση, άκουσε απ τον νάνο, πως όχι λεφτά για να πληρώσουν την ζημιά δεν είχανε, μα μήτε και για να φάνε, χώρια που ήδη τρεις μέρες δεν βάνανε μήτε ψωμί στο στόμα τους. Έπιανε ο πόνος τ αλλουνού τον ταβερνιάρη κι έτσι, άχνα δεν έβγανε για τα τζάμια, παρά κι όλας, ακουμπώντας την παλάμη στον ώμο του άντρα, τους κάλεσε μέσα στην ταβέρνα να τους φιλέψει. Αργότερα, βρέθηκαν βέβαια κι εκείνοι που μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν είχαν να πουν, ότι δεν ήταν από συμπόνια η πρόσκληση, αλλά άλλο έκρυβε. Κι ότι αυτό, ήταν το τράνταγμα στα σπλάχνα που ένιωσε ο ταβερνιάρης ευθύς ως αντίκρισε την γυναίκα με τον μανδύα να πατάει στη στεριά. Κόσμος, τι να πεις ; Λες και οι υπόλοιποι δεν είχαν τρελαθεί το ίδιο, λες και το βράδυ δεν αγκάλιαζαν εκείνη, σφίγγοντας τις γυναίκες τους στο στήθος τους.
Μα την αλήθεια, ασφαλώς, μόνον ο Κύριος γνώριζε, κι ας τον σέρνανε με βουρδουλιές στον Γολγοθά την ώρα που ο ταβερνιάρης ενθάρρυνε τους ξένους, «φάτε, φάτε, δεν θα σας αφήσουμε νηστικούς, τι διάλο, και το βράδυ, έχω να σας βολέψω, γιατί θα την αρπάξετε έτσι γυμνοί που είστε αν πέσετε για ύπνο στην άμμο, Απρίλης μήνας, δε ζέστανε ακόμα» . Ώρες πολλές είχαν περάσει από τότε που ακούστηκε στον ναό το «.. σήμερον κρεμάται επί ξύλου.. » , και το νησί, καλυμμένο από της νύχτας την σιωπή αφουγκραζόταν το σύρσιμο των ασβών στα ρουμάνια που θήρευαν τρωκτικά, και τους κρωγμούς των μπούφων που κάθε τόσο ξέσχιζαν τις σάρκες κάποιου αγριοκούνελου, ώσπου ο πρώτος κόκορας λάλησε και ο ιερέας βγήκε από το ιερό για να ξεκινήσει η Ακολουθία των Ωρών της Μεγάλης Παρασκευής. Κι αφού ακούστηκε ο Ε΄ Ψαλμός, της Πρώτης Ώρας, « ….τά ρήματά μου ενώτισαι, Κύριε, σύνες τής κραυγής μου …… εμίσησας πάντας τούς εργαζομένους τήν ανομίαν, …. άνδρα αιμάτων καί δόλιον βδελύσσεται Κύριος … » , εμφανίστηκε κι ο διάκος τρίβοντας τα μάτια του για να συνέλθει από τον ύπνο και πήρε θέση δίπλα στον ψάλτη για το ισοκράτημα. Κι εκεί που μόλις είχαν καταφέρει να συντονισθούν, παπάς, ψάλτης και διάκονος κι ο θόλος του ναού πήρε ν αντιγυρίζει το τρέμολο των μελωδιών, κι ίσα που είχαν πιάσει τον Ψαλμό Β΄ «… καί νύν, βασιλείς, σύνετε, παιδεύθητε πάντες οι κρίνοντες τήν γήν. Δουλεύσατε τώ Κυρίω εν φόβω, καί αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω… » , σείσθηκε το θεμελίωμα του ναού από κρότο εκκωφαντικό και άγριο, που καθώς ταίριαξε με το αντηχείο του κτηρίου, δυνάμωσε, τραντάζοντας τον πολυέλαιο και τα καντήλια, ξεκαρφώνοντας τέλος τον σταυρό με τον Θεάνθρωπο, που έγειρε προς τα εμπρός, πάνω από την Μεγάλη Πύλη, απειλώντας την κεφαλή του παπά.
Κι αφού συνήλθαν από την έκπληξη, ακούστηκε ο παπάς να βρίζει με ότι κατάρες γνώριζε, διότι κι άλλη χρονιά βρέθηκε ένας ντόπιος τύφλα στο μεθύσι, ν ανασταίνει από το ξημέρωμα της Μεγάλης Παρασκευής με δυναμίτες, που τούς έριχνε από το καταρράχι πίσω από τον ναό στη θάλασσα. Μα γρήγορα κατάλαβαν ότι δυναμίτες δεν ήτανε, αλλά κάτι άλλο που σίγουρα είχαν ξανακούσει. «Η λουμπάρδα !» , φώναξε ο διάκονος, και όρμηξε στην έξοδο, για να τον ακολουθήσουν λαχανιάζοντας και οι άλλοι. Όταν καμιά φορά έφτασαν στην ταβέρνα, χρειάστηκε ν ανοίξουν δρόμο ανάμεσα στους ντόπιους που βουβοί έστεκαν απέναντι σ αυτό που δεν πίστευαν ότι έβλεπαν, ενώ, οι περισσότεροι σταυροκοπιόνταν ασταμάτητα, μπροστά στους δυο σταυρωμένους εραστές. Η γυναίκα, με την πλάτη στον πίσω τοίχο της ταβέρνας, ολόγυμνη, με τα πόδια μισάνοιχτα, τα χέρια τεντωμένα οριζόντια, όπως τα είχε ακινητήσει ο ταβερνιάρης με τα δικά του χέρια γαντζώνοντάς τα πάνω στο βάτεμα, κολλημένος πάνω της, και τα χείλια τους ενωμένα στο τελευταίο φιλί. Στην πλάτη του, μια θεόρατη τρύπα, λίγο μεγαλύτερη απ την κροκάλα που έπαιρνε η λουμπάρδα, και που είχε διαπεράσει και της γυναίκας το κορμί ανοίγοντας ακόμα και στον τοίχο βαθούλωμα, κρατούσε τους νεκρούς ενωμένους, ολόρθους.
Τότε, φάνηκε η σύζυγος του ταβερνιάρη βαστώντας ένα βαρύ σφυρί. Απ την ποδιά της τράβηξε δυό τεράστιες ποντίλες, κι αμίλητη, κάρφωσε από μία σε κάθε πίσω μέρος των συσφιγμένων παλαμών του ταβερνιάρη, διαπερνώντας και τις παλάμες της γυναίκας. Ύστερα, αφού έδωσε άλλες δυο σφυριές με όλη της την δύναμη για να σιγουρέψει το έργο της, φώναξε προς το πλήθος «τώρα, δεν έχουν φόβο να ξεκολλήσουν ! » Αμέσως μετά, παπάς πρώτος, κι ύστερα ο ψάλτης, ο διάκονος, και μαζί τους το πλήθος, ξεκίνησαν με μια φωνή τον ΡΛΘ' Ψαλμό, «εξελού με, Κύριε, εξ ανθρώπου πονηρού, από ανδρός αδίκου ρύσαί με. Οί τινες ελογίσαντο αδικίαν εν καρδία…. » , για να συνεχίσουν με τον Ψαλμό 90, «….ο Θεός μου, καί ελπιώ επ' αυτόν, ότι αυτός ρύσεταί σε εκ παγίδος θηρευτών, καί από λόγου ταραχώδους. Εν τοίς μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι, καί υπό τάς πτέρυγας αυτού ελπιείς, όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού…. » , κι ώσπου να τον αποσώσουν, ανύπαντρες γυναίκες με λευκές φορεσιές, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν, φέρνοντας άνθη απ τις αυλές τους για να στολίσουν τον διπλό σάρκινο σταυρό. Μετά την Κυριακή του Θωμά, ψαράδες από διπλανά νησιά, μαρτυρούσαν ότι τις νύχτες, με το φως των αστεριών, είχαν πετύχει στη ρότα τους μια βάρκα να πλέει κατά το πουθενά, μ έναν νάνο καμπούρη στα κουπιά, κι έναν νεκρό άντρα ξαπλωμένο στο ταμπούκιο.
Στο γυμνό του στήθος, ξεχώριζαν στο μέρος της καρδιάς λαβή μαχαιριού, που ο νεκρός κράδαινε με το δεξί του, μα καθόλου από την λάμα, καθώς, ήταν ολόκληρη στη σάρκα βυθισμένη. Και την κουβέντα τους συνόδευαν με διπλό σταυροκόπημα, αφού, κανένας δεν μπορούσε να πει αν Θεού έργο ήταν, ή Δαίμονα που τούς είχε αποπλανήσει.
Πέντε χαζομαθητάκια ήμασταν στην παρέα. Συνήθιο τό χαμε, κάθε που ένας γιόρταζε να συγκεντρωνόμαστε στο σπίτι του
Το ίδιο κάναμε κι εκείνη την ημέρα κι ο εορτάζων, για να μας διασκεδάσει, έφερε το περίστροφο του πατέρα του, ένα τριανταοχτάρι Σμιθ Γουέσον.
Κι όπως το παρατηρούσαμε εντυπωσιασμένοι, γύρισε τον μύλο κι ύστερα έφερε την κάνη στον κρόταφό του. “Μηηηηηή”, ουρλιάξαμε όλοι, μα εκείνος, μ ένα σαρδόνιο χαμόγελο πάτησε την σκανδάλη. Με το κούφιο “κλικ” που ακούστηκε, πήραμε ανάσα ενώ μας εξηγούσε καγχάζοντας “Άδειο είναι βρε” Ύστερα, το έστρεψε στον τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας (δεν θα είχε λιγότερο από 500 σελίδες” , και πυροβόλησε. Ο βρόντος του πυροβολισμού, μας ξεκούφανε, ενώ κοιταζαμε ο ένας τον άλλον βουβοί. Κι εκείνος, προσπάθησε κάτι να πει, μα μήτε ψέλισμα δεν έβγαινε, κι έπεσε σε μιαν πολυθρόνα κατάχλωμος. Κι όσο για το βλήμα, είχε διαπεράσει τον τόμο, καθώς το βρήκαμε καρφωμένο στον τοίχο.
1978
Γνώριζα, ότι έβγαζε το περίστροφο από το συρτάρι, όταν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει κάποιαν γυναίκα. Μάλιστα, όταν την οδηγούσε έξω από την πόλη, πυροβολούσε τα δέντρα. Κάπως έτσι λιγόστεψαν οι σφαίρες
Έτρεξαν αστραπή τα χρόνια, ώσπου μια μέρα ήρθε ταραγμένος να μου πει ότι η αγαπημένη του τον είχε εγκαταλείψει και μάλιστα είχε παντρευτεί έναν αλλοδαπό στην ξενιτειά. Δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος, ήταν φαντάρος.
Έμενα εγώ για την αποστολή, αλλά τού εξήγησα πως δεν είχα χρήματα παρά μόνον για το λιτό φαγητό μου τον καπνό και τις μπίρες, καν για το ενοίκο του εργαστηρίου. Με διαβεβαίωσε ότι θα εύρισκε χρήματα και έφυγε.
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μανίνη "Θάνατος με τρικυμία" , εκδ. Καστανιώτη 1997)
΄΄Φουντώνανε οι καστανιές. τα ρούδια, οι μηλιές, οι κυδωνιές και οι ροδακινιές, ανθοβολούσαν στο βουνό. Xαμηλά στους λόφους πάνω από τη θάλασσα, τα ρείκια, τα μέλεγα, οι δάφνες, οι μυρτιές και οι τρουκιές, παίρνανε το μυαλό τ ανθρώπου καθώς το μελωμένο άρωμά τους κατέβαινε ως το κύμα και έσμιγε με την αρμύρα.
Τα βράδια, οι λεύτερες κι οι αρραβωνιασμένες άνοιγαν τα παράθυρα διάπλατα για να περάσει ελεύθερα τ αγέρι που έφτανε ως το κρεβάτι τους κατρακυλώντας από τις χιονισμένες κορυφές. Σήκωναν τότε αργά τα χέρια και παρακολουθούσαν με το θολό τους βλέμμα τις στάλες τού ιδρώτα ν αστράφτουνε κατηφορίζοντας στα λεία μπράτσα τους.
Άνοιγαν ύστερα όπως σε ικεσία τις παλάμες τους κι έσπρωχναν τις πνοές τ ανέμου πάνω στο κορμί τους για να το αγκαλιάσει η δροσιά. Εις μάτην όμως, γιατί άλλες αγκαλιές, -και πυρωμένες μάλιστα-, ήταν εκείνες που θα έσβυναν την κάψα τους.
Κι όταν χαυνώνονταν απ την τυράννια, ακολουθούσανε τα βήματά τους και γέρναν στο πρεβάζι απέναντι στον πορφυρό δίσκο της σελήνης που σηκωνόταν στον ορίζοντα.