Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

΄΄ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟΥ΄΄

 Του Δ. Μανίνη

1965

Πέντε χαζομαθητάκια ήμασταν στην παρέα. Συνήθιο τό χαμε, κάθε που ένας γιόρταζε να συγκεντρωνόμαστε στο σπίτι του 

Το ίδιο κάναμε κι εκείνη την ημέρα κι ο εορτάζων, για να μας διασκεδάσει, έφερε το περίστροφο του πατέρα του, ένα τριανταοχτάρι Σμιθ Γουέσον. 

Κι όπως το παρατηρούσαμε εντυπωσιασμένοι, γύρισε τον μύλο κι ύστερα έφερε την κάνη στον κρόταφό του.
“Μηηηηηή”, ουρλιάξαμε όλοι, μα εκείνος, μ ένα σαρδόνιο χαμόγελο πάτησε την σκανδάλη. Με το κούφιο “κλικ” που ακούστηκε, πήραμε ανάσα ενώ μας εξηγούσε καγχάζοντας
“Άδειο είναι βρε”
Ύστερα, το έστρεψε στον τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας (δεν θα είχε λιγότερο από 500 σελίδες” , και πυροβόλησε.
Ο βρόντος του πυροβολισμού, μας ξεκούφανε, ενώ κοιταζαμε ο ένας τον άλλον βουβοί.
Κι εκείνος, προσπάθησε κάτι να πει, μα μήτε ψέλισμα δεν έβγαινε, κι έπεσε σε μιαν πολυθρόνα κατάχλωμος. Κι όσο για το βλήμα, είχε διαπεράσει τον τόμο, καθώς το βρήκαμε καρφωμένο στον τοίχο.

1978

Γνώριζα, ότι έβγαζε το περίστροφο από το συρτάρι, όταν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει κάποιαν γυναίκα. Μάλιστα, όταν την οδηγούσε έξω από την πόλη, πυροβολούσε τα δέντρα. Κάπως έτσι λιγόστεψαν οι σφαίρες

Έτρεξαν αστραπή τα χρόνια, ώσπου μια μέρα ήρθε ταραγμένος να μου πει ότι η αγαπημένη του τον είχε εγκαταλείψει και μάλιστα είχε παντρευτεί έναν αλλοδαπό στην ξενιτειά. Δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος, ήταν φαντάρος. 

Έμενα εγώ για την αποστολή, αλλά τού
εξήγησα πως δεν είχα χρήματα παρά μόνον για το λιτό φαγητό μου τον καπνό και τις μπίρες, καν για το ενοίκο του εργαστηρίου. Με διαβεβαίωσε ότι θα εύρισκε χρήματα και έφυγε.

Όπως έμαθα την επομένη καθώς μου εγχείριζε το απαραίτητο συνάλλαγμα, είχε στριμώξει τον πατέρα του στο μπαλκόνι του ογδόου ορόφου, κι αφού τον έγειρε πάνω στα κάγκελα μισοκρεμασμένο στο κενό, τού κόλλησε το περίστροφο στον αυχένα απειλώντας
“θα δώσεις χίλια δολάρια, ή σε πετάω κάτω”.

Στην Γερμανία μετέβηκα με ένα φίλο και συνάδελφο δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερό μου, που με επέπληττε αδιακόπως με πατρική στοργή, διότι “έπινα πολύ, κάπνιζα πολύ, ξενυχτούσα πολύ και έχανα πολύ χρόνο με γυναίκες”
Γνώριζε την ιστορία, ότι δηλαδή, ο απαρηγόρητος φίλος θα περίμενε μία εβδομάδα και αν εκείνη δεν εμφανιζόταν να την αντικρίσει έστω στην σκάλα του αεροπλάνου, θα αυτοκτονούσε με το γνωστό περίστροφο.

Μαζί μου, είχα εκτός από τα δολάρια και ένα εισιτήριο μετ επιστροφής στο όνομά της.
Την βρήκα. Αλλά παρά τα παρακάλια μου
“έστω στην σκάλα του αεροπλάνου να σε δει από μακριά”
και τις παροτρύνσεις του ευγενικού συζύγου της (εξαιρετικό παιδί φαινόταν, τόσο, που μετά από δέκα λεπτά συνάφειας μαζί του, θα ήθελες να αυτοκτονήσεις από ανία) εκείνη, αρνήθηκε.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας κι ενώ προσπαθούσα να κρύψω από τον συνταξιδιώτη μου την αγωνία για τον φίλο μου, εκείνος, σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο μπήκε στο κατάστημα, και όταν επέστρεψε, αμίλητος, ακούμπησε δίπλα μου ένα κασόνι με μπίρες

Όταν κάποτε επανήλθαμε στην Ελλάδα, ο φίλος μού εξήγησε με ποιον τρόπο απέφυγε τον θάνατο. Κατέφυγε σ ένα ξενοδοχείο στην πλατεία Βάθη που απ τα σανίδα του δαπέδου έβγαιναν αδιακόπως ποντίκια, και κάθε μέρα αγόραζε δώρα για την αγαπημένη του και τον Γερμανό, καθώς και δύο μπουκάλια ουίσκι. Ύστερα, ρουφώντας το ποτό, τα συσκεύαζε σε δύο ωραία στολισμένα κουτιά και τους τα έστελνε. Αυτό, κάθε μέρα, για δύο εβδομάδες.

2018
Και πάλι περάσανε τα χρόνια (όπως συμβαίνει συνήθως όταν κανείς παραμένει εν ζωή) και τον συνάντησα στον Πειραιά μετά από τηλεφώνημά του. Καθίσαμε στο ταρατσάκι μιας παράγκας- μπαρ, με τις μούρες των βαποριών στα πενήντα μέτρα να μας παρατηρούν . 

Άνοιξη μύριζε ακόμα, ανάκατα με ιώδιο λιμανιού και σκουπίδια, καθώς οι περίοικοι συνήθιζαν να ρίχνουν τα απορρίματά τους ανάμεσα στις γραμμές του τραίνου που περνούσε σύρριζα από πίσω.

Παράγγειλα δυο μπίρες, αλλά εκείνος με σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι. Πράγμα παράξενο στην μισού αιώνα ιστορία μας, ζήτησε λεμονάδα
Μετά, μού ανακοίνωσε ότι είχε καρκίνο και ύστερα, έβαλε το χέρι στην τσέπη, γέμισε την χούφτα του και μου έδειξε. 

Γύρω στα δέκα αστραφτερά χάλκινα φυσίγγια έλαμψαν, ενώ αυτός, χαμογελώντας μου εξήγησε ότι είχε ξοδέψει τις σφαίρες που είχε από παλιά, ώσπου επι τέλους βρήκε ν αγοράσει καινούριες. Κι όπως παρατηρούσα τα εργαλεία του θανάτου, συμπλήρωσε
“καρκίνος είναι, κι αν χρειαστεί, έχω πια σφαίρες”
“Κράτα και μία για μένα, ποτέ δεν ξέρεις είπα, για να ξορκίσω την στιγμή.
“Καλά, βρε, μην ανησυχείς, τώρα έχουμε μπόλικες”, έκανε ευχαριστημένος

2019



Μετά από καιρό, τηλεφώνησε
“ρε φίλε, εσύ τα ξέρεις αυτά, αν χρειαστεί, πού να σημαδέψω, στο στόμα, ή στον κρόταφο;”

“Στην καρδιά, κατευθείαν στην καρδιά, μην συμβεί τίποτα ακραίο και μείνεις βαριά ανάπηρος”, απάντησα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα
“Ρε, καλά που σου τηλεφώνησα, ρε τι θα πάθαινα ! 

Άσε κι όλας που θα κατέστρεφα και την μόστρα μου....”
αντέδρασε καγχάζοντας με τον γνωστό του αυτοσαρκασμό.

2020

Δεν απαντούσε στις κλήσεις μου. Έτσι, επικοινώνησα με την σύζυγό του.
“Είναι στα τελευταία του, τον βρήκα στο πάτωμα διπλωμένο, με το όπλο και τις σφαίρες αγκαλιά. Τα πήρα και τα έκρυψα”,
άκουσα
“Να του τα δώσεις αμέσως”
είπα σε έντονο ύφος, και το επανέλαβα αρκετές φορές, μα εκείνη δεν υποχωρούσε κι απαντούσε
“αν ήταν, θα το είχε κάνει”

Εκείνο που δεν φεύγει απ το μυαλό μου, είναι η εικόνα του. Διπλωμένος στο δάπεδο να προσπαθεί να εκτείνει τον καιρό προς το μέλλον, ωθώντας τον με το παρόν, στιγμή την στιγμή αναβάλλοντας τον πυροβολισμό. 

Αλλά φτάνει ποτέ το παρόν στο μέλλον με αυτόν τον τρόπο; Αφού, κάθε επόμενη στιγμή που κέρδιζε, παρόν γινόταν και αυτή. Παρόν γινόταν κάθε επόμενη στιγμή. Και πάλι, αντί να φτάνει στο μέλλον, στιγμή την στιγμή, εξωθούσε το μέλλον παραπέρα καθώς το απωθούσαν οι πεπερασμένες διαδοχικές στιγμές παρόντος ......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου