Συνέντευξη στο Poets Radio και την Ειρήνη Γαβαλά
Τα ραδιόφωνο της Ποίησης του Βιβλίου και του Πολιτισμού
Δημήτρης Μανίνης ένας από τους πλέον σημαντικούς Έλληνες εικαστικούς δημιουργούς μας,μας παραχώρησε μια αποκλειστική συνέντευξη όπου μιλάει για τις πρώτες του ζωγραφιές στον Άη Γιάννη στο μαγευτικό Πήλιο,για το έργο του στη ζωγραφική αλλά και την γλυπτική,για το Εργαστήρι Τέχνης Eroterra που έχει δημιουργήσει μαζί με τη σύζυγό του επίσης εικαστικό Ευαγγελία Μαρίνου στην Τσαγκαράδα του Πηλίου.
Ο λόγος του γλαφυρός,πολύχρωμος ,σαν τα υπέροχα έργα του, μας εντυπωσιάζει με την αλήθεια την ειλικρίνεια,την τρυφεράδα και την ευαισθησία του, που είναι διάχυτη και στους πίνακες,τα γλυπτά και τα βιβλία του.
Δάσκαλος χαρισματικός δηλώνει αποσυνάγωγος , μονόχνωτος και πάνω από όλα κυνηγός των ηδονών,ηδονοθήρας!
Απολαύστε τη συνέντευξη του γραπτά και ηχητικά εδώ στο Ραδιόφωνο της Ποίησης και του Πολιτισμού
Αγαπητέ κε Μανίνη
Αφού σας ευχαριστήσω για τη συνέντευξη ετούτη θα ήθελα να ξεκινήσω από τα παιδικά σας χρόνια και τη γενέθλια γη σας την Σκιάθο. Πρώτες μνήμες ,τα πρώτα σκιρτήματα για τη ζωγραφική γεννήθηκαν εκεί;
Κυρία Γαβαλά, εγώ σας ευχαριστώ’ για την πρόσκληση….Η οικογένεια είχε μετοικήσει προσκαίρως και έτσι γεννήθηκα στην Σκιάθο. Μάλιστα ο παππούς, πριν αναχωρήσουμε με το καϊκι του, απέκοψε την κορυφή του μεσαίου κυπαρισσιού από τα τρία που στέκονταν πίσω από το σπίτι, ώστε όποιος δικός μας θα έφτανε από το πέλαγο να αντιλαμβάνεται εγκαίρως ότι υπηρχε κίνδυνος και να αλλάζει πορεία. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, επανακάμψαμε στο Ανατολικό Πήλιο, στον Αη Γιάννη.
Η πρώτη επαφή με τις ζωγραφιές. Μόλις που είχα συμπληρώσει τα τρία, και η γιαγιά ξεκίνησε για τον Βόλο (περιπέτεια τότε, το ταξίδι με το λεωφορείο διαρκούσε 5 ώρες) “Τί θέλεις να συ φέρω Δημητράκη, σιμίτ ή λουκούμ ; ) ρώτησε πριν πάρει το μονοπάτι για την Τσαγκαράδα (ως εκεί έφτανε τότε το λεωφορείο). “Μπουγιές” απάντησα χωρίς ασφαλώς να γνωριζω τι με κινούσε.
Με τις ξυλομπογιές αυτές, ζωγράφισα μία βαρκούλα στην αμμουδιά και παραπέρα κοράκια σε ένα λευκό χάρτινο τραπεζομάντηλο που ο παππούς είχε φέρει από την ταβέρνα. (τα κοράκια ήταν η συντροφιά μου τα πρωϊνά του χειμώνα, καθώς μαζί ψάχναμε στα απορρίμματα που το πέλαγο ξερνούσε στην ακτή μετά από άγρια φουρτούνα. Αδεια μπουκαλάκια πενικιλίνης, όζας και ένα σωρό άλλα πολύτιμα για τον μαγικό κόσμο όπου ζούσα)
Έτσι ξεκίνησε το πράγμα